σαλιβάρι

σαλιβάρι
το, Ν
βλ. σαλβάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαλβάρι — και σαλιβάρι, το, Ν φαρδύ παντελόνι, ένα είδος βράκας ασιατικής καταγωγής που φοριόταν από τους χωρικούς («ποφόρηγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. salvar] …   Dictionary of Greek

  • σαλβάρι — σαλβάρι, το και σαλιβάρι, το (λ. τουρκ.), φαρδύ πανταλόνι, είδος βράκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”